- μογγολικός
- η , ό[ν] монгольский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μογγολικός — ή, ό [Μογγόλος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μογγολία ή στους Μογγόλους («μογγολική γλώσσα») 2. αυτός που κατάγεται από τη Μογγολία ή αυτός που προέρχεται από τους Μογγόλους («μογγολική φυλή») 3. φρ. α) «μογγολική κηλίδα» ιατρ. φαιοκύανη… … Dictionary of Greek
βαρβαρικές επιδρομές — Ονομάζονται έτσι οι μετακινήσεις των αποκαλούμενων βαρβαρικών λαών, που στον 4ο και 5o αι. μ.Χ. κατέληξαν στα εδάφη της Δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και προκάλεσαν την πτώση της. Στην πραγματικότητα, οι β.ε. στην Ευρώπη ακολούθησαν η μία μετά… … Dictionary of Greek
Ινδιάνοι — (Indians). Οι αυτόχθονες πληθυσμοί της Αμερικής, πριν φτάσουν εκεί οι Ευρωπαίοι. Οι Ισπανοί τούς είχαν ονομάσει Indios (Ινδούς) και οι Άγγλοι Indians (Ινδούς), λόγω της εσφαλμένης αντίληψης του Κολόμβου ότι είχε φτάσει στις Ινδίες. Ωστόσο, όλοι… … Dictionary of Greek
Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… … Dictionary of Greek
Κιτάνι ή Κιτάι — Αρχαίος μογγολικός λαός. Πρωτοεμφανίστηκε στη Μαντζουρία τον 4ο αι. μ.Χ. Τον 10o αι. οι Κ. κατέκτησαν τμήμα της βόρειας Κίνας. Από τους Κ. αναδείχθηκε η δυναστεία των Λιάο. Η ρωσική ονομασίας της Κίνας (Κιτάι) προέρχεται από αυτούς … Dictionary of Greek
Τελεούτοι — Εκτουρκισμένος μογγολικός λαός της Σιβηρίας, που ζει στην περιφέρεια του Κρουτζνέσκ, Μπιίσκ και Τομσκ. Oνομάζονται και Τελενγκέτ. Οι Τ. υποτάχθηκαν στους Ρώσους ύστερα από μακρόχρονους αγώνες. Η γλώσσα τους είναι ιδίωμα της τουρκικής, συγγενικό… … Dictionary of Greek
Ούνος — ο πληθ. Ούνοι, οι αρχαίος μογγολικός λαός, ονομαστός για τις θηριωδίες του στην Ευρώπη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)